στραγγίζει

στραγγίζει
στραγγίζω
squeeze out
pres ind mp 2nd sg
στραγγίζω
squeeze out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποστράγγιση — η 1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς, να του αφαιρεί τα υγρά 2. η αποξήρανση ελώδους τόπου με αποχέτευση των υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστραγγίζω. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία 2. από το 1879 στον Παναγ. Γεννάδιο, ως απόδοση του γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποστράγγισμα — το 1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς 2. αποστραγγίδι …   Dictionary of Greek

  • σταχτόπανο — και σταχτοπάνι, το, Ν χοντρό ύφασμα για να στραγγίζει η αλισίβα στο πλύσιμο τών ρούχων …   Dictionary of Greek

  • στραγγισμός — ὁ, Μ [στραγγίζω] 1. το να στραγγίζει κάτι, να χάνει όλο το υγρό του 2. φίμωση, απόφραξη ανατομικού πόρου …   Dictionary of Greek

  • στραγγίζομαι — 1 στραγγίστηκα, στραγγισμένος βλ. πίν. 34 2 στραγγίχτηκα, στραγγισμένος βλ. πίν. 24 Σημειώσεις: στραγγίζομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως με την έννοια → με στραγγίζει κάποιος, με στουρώνει (π.χ. αφού στραγγιστούν τα μακαρόνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τυροβόλι — το καλαθάκι από βρύα, όπου στραγγίζει το πηχτό γάλα προτού να μετατραπεί σε χλωρό τυρί, τάλαρος, τσιμίσκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”